List

Μου αρέσουν τούτα τα αφρικανικά βράδια. Με μεθούν. Κάθομαι με τις ώρες στην αυλή του παλιού ρουαντέζικου σπιτιού, του γυμνού από πόρτες, φτιαγμένου έτσι που να μπαινοβγαίνουν τα πνεύματα κι όλα τα στοιχειά. Κάθομαι σιωπηρή μες στο στο πηχτό σκοτάδι. Ακούγω ευλαβικά το μονότονο τραγούδι των γρύλλων. Εισπνέω βαθιά. Εδώ ο αγέρας μυρίζει γη. Χώμα. Πηλό. Μυρίζει ανθρωπιά. Χαζεύω τ’αστέρια. Σιμώνουν όσο τα κοιτάς. Ζυγώνει η μέρα που θα φτάσω ένα. Αποκοιμιέμαι γλυκά. Ώσπου να σκίσει την ησυχία της νύχτας σπαραχτική στριγκλιά ζώου. Είναι το Κάλεσμα. Η Μάνα Αφρική που σε καλεί να επιστρέψεις. Την ακούς;

Κι άλλοτε πάλι κάθομαι παρέα με τον Theoneste, τον Ρουαντέζο επιστάτη. Τρώμε φρέσκο ανανά και φιστίκια και πίνουμε κόκκινο κρασί. Μου μιλάει ζωηρά για το Θεό. Για την αγάπη και το μίσος. Για το φως και το σκοτάδι. Για τη ζωή και το θάνατο και πώς σμίγουν σε αυτή τη τη μικρή αφρικανική γη. Μιλάμε για τη Δύση. Για την Αφρική. Για τον αναπτυγμένο και τον Τρίτο Κόσμο. “Τι είναι τι, Theoneste”, σε ρωτάω. Μπερδεύτηκα. Εδώ, βέβαια, πλένω τα ρούχα μου σε έναν παλιό πλαστικό κουβά αλλά όταν περπατώ στο δρόμο, οι περαστικοί με χαιρετούν. Μου χαμογελούν πλατιά. Νοιάζονται να μάθουν τι κάνω. Δεν είναι και τούτο πολιτισμός; Χαμογελάς.

Σου λέω για την πληγωμένη Ελλάδα και για τις δικές μου πληγές. Με τραύματα βαθιά ήρθα σε τούτη τη γη, Theoneste. Δηλητηριασμένη. Με ακρωτηριασμένη ελληνικότητα. Με είδαν στο Κιγκάλι αλαφιασμένη να μουρμουράω κάτι ακαταλαβίστικα για την πατρίδα. Έρχεται λυγμός. Και δεν τον πνίγω πια. Κλαίω από σκασίλα. Σου λέω. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Το ξέρω. Ένα πράγμα μόνο φοβάμαι. Τι; Τις βαριές κατηγόριες. Τον καταγγελτικό λόγο. Τα “φταις εσύ”, “όχι, φταις εσύ”. Το “Εμείς” και “Αυτοί”. Το μίσος που απλώνει σαν λεκές. Τα στρατόπεδα.Which side are you on?

Φυσάει αγεράκι. Ρίγος.

Είναι ο Claude και η Clementine, μου λες.

Έχτισαν με τα χέρια τους το σπίτι στο οποίο τώρα μένω. Και το χάρηκαν μόνο έναν χρόνο. Μετά ήρθε η γενοκτονία. Με μασέτα κόπηκε το νήμα τη ζωής τους. Μπροστά στα μάτια του τετράχρονου παιδιού τους. Μέσα σε αυτό το σπίτι. Με χτυπάει σαν ρεύμα η ανατριχίλα. Σε ποιο σημείο του σπιτιού να ‘ταν που ικέτεψαν μάταια για τη ζωή τους; Ένας στην πορτάρα κι άλλος στην αυλή, μου λες. Δώδεκα χρόνια μείναν θαμμένοι στην αυλή μας.

Γλυκόπικρη συμφωνία. Ρουάντα.

Πες μου για τη γενοκτονία, Theoneste; Πότε άρχισε;

Η γενοκτονία, Νάγια, άρχισε, την πρώτη φορά που κάποιος με έβρισε στο δρόμο επειδή ήμουν Τούτσι. Παγώνω. Επιστρέφει ο ο νους μου στην Αθήνα. Πάντα επιστρέφει στην Αθήνα. Στην ημέρα που Εκείνος σήκωσε Εκείνη από τη θέση της στο λεωφορείο επειδή ήταν μαύρη.

Και μετά; Μετά ήρθε ο Απρίλιος του ’94. Δρόμος χωρίς επιστροφή. Φρίκη και παράνοια. 100 μερόνυχτα κι ένα εκατομμύριο ψυχές βρέθηκαν να αιωρούνται πάνω από τους χίλιους λόφους σου, Ρουάντα. Στέρεψε η λογική. Αδέρφι να σκοτώνει αδέρφι και μάνα να παραδίνει το παιδί της στη μασέτα. Δεν υπάρχουν χέρια σε τούτη τη γη που δε βουτήχτηκαν στο αίμα. Θύμα και θύτης, κοινή ιστορία. Ποτάμια που ξεχείλιζαν από ανθρώπινα πτώματα. Μυρωδιά θανάτου και ανθρώπινη αποκτήνωση. Μίσος και κατήφορος προς τον κάτω κόσμο.

Πώς σηκώθηκες από αυτό Ρουάντα;

Είναι αγώνας αντοχής η συμφιλίωση, Νάγια. Αγώνας καθημερινός. Ένα έθνος που αποφάσισε να μη γίνει σκλάβος της ιστορίας του και παλεύει κάθε μέρα γι’αυτό. Εγώ είμαι Τούτσι. (Ψιθυρίζει). Αλλά κι οι θύτες, οι Χούτου, (πάλι ψιθυρίζει) φοβισμένοι άνθρωποι ήταν, Νάγια. Στερημένοι από όνειρα κι ελπίδα. Πάλι επιστρέφει ο νους στην Αθήνα.

Γιατί ψιθυρίζουμε, Theoneste;

Δεν μιλάμε ποτέ για Χούτου και Τούτσι. Γιατί μετράμε τις κουβέντες μας; Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα; Κι άλλος δημοσιογράφος φυλακίστηκε;

Όχι πως συμφωνώ, βεβαίως, και με τους Δυτικούς εδώ που ‘χουν μάθει να ασκούν κριτική εύκολα. Σας κατηγορούν ότι δεν εκφράζεστε ελεύθερα, ότι δεν ασκείτε κριτική, ότι φοβάστε. Και δεν σκέφτονται, βρε Theoneste. Εμείς μάθαμε να ανοίγουμε τη βρύση και να τρέχει άφθονο καθαρό νερό. Εδώ ένα μπιτόνι νερό είναι ποδαρόδρομος μια ώρα χωρίς σόλες στην πιο κοντινή πηγή. Άλλες οι προτεραιότητες.

Αλλά και πάλι, είναι πολλά που ερεθίζουν τη δυτική ματιά, Theoneste. Σου το λέω. Οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, να μην ψιθυρίζουν. Αν σταθείς, όμως, μόνο σε αυτό, αρνείσαι αυτό που έκανε κι αυτό που είναι η Ρουάντα.

Και, δηλαδή, τι είναι για σένα η Ρουάντα;

Η αντίθεση. Το κόκκινο της γης και το πράσινο της πυκνής βλάστησης. Οι χίλιοι λόφοι. Οι γυναίκες με τις χρωματένιες φορεσιές κι ένα κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο στην κεφαλή. Ρουαντέζα. Μάνα, Σύντροφος, Γυναίκα. Θηλυκή. Περπατάει με χάρη. Με ένα κουτσούβελο στην πλάτη και μια καλάθα φρούτα στο κεφάλι.

Η Ρουάντα είναι οι αντιφάσεις. Οι εύθραυστες ισορροπίες. Ακατανόητη. Πυροδοτεί τη σκέψη μου. Είναι η ανοικοδόμηση και η ανάπτυξη πάνω στα συντρίμμια. Ασφάλεια και καθαριότητα. Πόσο ασφαλής και καθαρή είναι! Ας ήταν έτσι κι η Αθήνα, Theoneste. Είναι η προσπάθεια να εφαρμοστεί ο νόμος, να βελτιωθεί η δημόσια διοίκηση.

Ελπίδα. Ελπίδα στερεωμένη στη γη που γνώρισε τη μεγαλύτερη βία.

Είναι η ζωή που αγωνίζεται να στεριώσει πάνω στα χαλάσματα. Ένα πράσινο φυλλαράκι που γεννιέται πάνω σε καμένη γη. Μια επώδυνη διαδικασία συμφιλίωσης. Επούλωσης των τραυμάτων. Κατανόησης του “Άλλου”. Αναζήτησης της ανθρωπιάς. Είναι η αχτίδα φωτός μετά το πυκνό σκοτάδι. Μια θεραπευτική πνοή.

Με λάθη. Ναι, με πολλά και επικίνδυνα λάθη. Που πρέπει τώρα να διορθωθούν πριν να είναι αργά.

Πώς να αγνοήσω, όμως, τούτο, βρε Theoneste; Τη δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής να συγχωρείς αυτόν που αφαίρεσε τη ζωή του δικού σου ανθρώπου. Να είναι γείτονάς σου ο φονιάς. Να του λες “καλημέρα”. Να σμίξει το παιδί σου με το παιδί του. Με γάμο. Το χωράει ο ανθρώπινος νους; Πώς το έκανες αυτό, Ρουάντα;

Η Ρουάντα, Theoneste, είναι η δική μου επιστροφή στην ελπίδα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *