List

Δυο τόποι. Δυο άνθρωποι. Σε δύο χρόνους.

Ένα κείμενο βασισμένο στην αφήγηση ενός επιζώντα του εμφυλίου και της γενοκτονίας στη Ρουάντα, που άφησε πίσω της ένα εκατομμύριο θύματα.

Μια ιδιότυπη συνέντευξη με έναν διεθνώς αναγνωρισμένο καλλιτέχνη.

Μια προειδοποίηση από το παρελθόν.

Ένα μήνυμα που μας αφορά.

6 τ’ Απρίλη, ‘94. Τσιανγκούγκου, Ρουάντα. Σύνορα με το Κονγκό. Στο χωριό της γιαγιάς. Μα πόσο του αρέσει το χωριό της γιαγιάς! Να τον άφηνε συχνότερα η μαμά! Ώρα 17.52. Πιτσιρικάς. Χρονώ δώδεκα. Περπατάει με τον Αμρί. Τον εξάδερφο. Κατευθύνονται προς το τζαμί για την καθημερινή νυχτερινή προσευχή. Αφήνουν πίσω τους μικρές πατημασιές στη ζεστή κόκκινη γη. Τις σβήνει λεπτή βροχή. Ο ουρανός είναι γιομάτος πορτοκαλί και κόκκινα σύγνεφα. Κι οι κυρίες με τα χρωμάτινα ντεπιές σταματούν κάθε δυο βήματα. Στηρίζουν με τις παλάμες τη μέση και γέρνουν τη ράχη ελαφρά προς τα πίσω. Υψώνουν το βλέμμα να θαυμάσουν. Καπέλα Σιξτίνα. Φιλότεχνοι μπροστά σε έργο τέχνης. Σχολιάζουν μεταξύ τους. Σε αυτή τη ραδιοφωνική γλώσσα με τα πολλά «χμμ…» και τα «εεε…».

6 τ’Απρίλη, ‘94. Θεσσαλονίκη, Ελλάδα. Απόγεμα Τετάρτης. Βρέχει βροχή ανοιξιάτικη. Ξεπλένει το γκρίζο του χειμώνα. Φουσκώνει η γης. Μοσχοβολάει ο τόπος χωματίλα. Και κείνη βλέπει από το παράθυρο θαμπό τον κόσμο πίσω απ’ το δάκρυ της προεφηβείας. Γιατί κλαις, ξεμυαλισμένη; Πιτσιρίκα. Χρονώ δέκα. Ούτε ξέρει γιατί κλαίει. Να. Αισθάνεται, λέει, ένα βάρος στο στήθος. Την καταπλακώνει. Κονταίνει η ανάσα της. Ζηλεύει τα πουλιά που πετούν απ’ το ‘να μέρος στ’ άλλο. Θέλει να πετάξει. 18.52. Ώρα να πάει στ’ Αγγλικά.

7 τ’ Απρίλη ’94. Τσιανγκούγκου, Ρουάντα. 4.53. Άγριο χάραμα. Πρωινό ξύπνημα. Τι ταλαιπωρία! Χάθηκε ο κόσμος να τη βάλουν την πρωινή προσευχή στις 09.00; Α! Το δίχως άλλο! Αν γίνει Πρόεδρος, θα την αλλάξει ώρα την προσευχή. Βγαίνει στο δρόμο. Υπομονή. Τρία λεπτά περπάτημα είναι. Από την 3η στη 2η οδό. Σκοτάδι πίσσα. Κι υγρασία. Κι ο δρόμος έρημος. Δηλαδή… όχι ακριβώς. Μια ομάδα ανδρών στο τέλος του δρόμου. Ποιοι είναι αυτοί; Τι δουλειά έχουν εδώ τέτοια ώρα; Οι άνδρες φράσσουν το δρόμο στους πιτσιρικάδες. «Να τσακιστείτε να γυρίσετε στα σπίτια σας», διατάσσει ένας με μάτια που πετούν φλόγες. «Σκοτώθηκε ο Πρόεδρος. Της φυλής των Χούτου. Ακούτε; Σπίτια σας!» Βρέχει βροχή με το τουλούμι. Πέφτει χοντρή στο πρόσωπο του πιτσιρικά. Που στέκει εκεί κοκαλωμένος. Μια βούκα άνθρωπος. Ανοιγοκλείνει νευρικά τα βλέφαρα. Σουφρώνει τα χείλη. Τρέμει. Κι ο γίγαντας σκύβει από πάνω του και του φωνάζει. Ο μικρός θυμώνει. Σφίγγει τις γροθιές. Γυρίζει την πλάτη φουριόζος. Παίρνει το δρόμο για το σπίτι. Ο φωνακλάς στο οδόφραγμα του είχε μόλις σώσει τη ζωή. Το νήμα της θα κοβόταν με τη μασέτα.

8 τ’ Απρίλη, ’94. Παρασκευή. Ελλάδα. Το ‘πανε στις ειδήσεις. Νεκρός ο Κέρτ Κομπέιν. Τραγουδιστής του μουσικού συγκροτήματος «Νιρβάνα». Συγκίνηση στη Δύση. Χάθηκε ένα νέο παιδί. Ναρκωτικά. Μάστιγα. Για τη Ρουάντα δεν είπανε πολλά. Κι όμως, έχουν αρχίσει οι σφαγές.

Παρασκευή κι εδώ στη Ρουάντα. 8 τ’ Απρίλη,’94. Το ραδιόφωνο λέει ότι ήταν Τούτσι που σκότωσαν τον Πρόεδρο. Το ραδιόφωνο λέει «να καθαρίσουν τις κατσαρίδες». Ο γείτονας, ο Πάτρικ, γιαγιά, λέει ότι δεν είμαι άνθρωπος. Ότι είμαι κατσαρίδα. Είμαι κατσαρίδα, γιαγιά; Είσαι Τούτσι, αγόρι μου. Κι αυτός Χούτου. Κι οι δύο είστε Ρουαντέζοι. Κι οι δυο Αφρικανοί. Κι οι δύο άνθρωποι. Κι οι τηλεφωνικές γραμμές έχουν κοπεί. Κι οι δικοί μου ξέμειναν στο Κιγκάλι. Ζουν οι δικοί μου;

Μέσα Απρίλη του ‘94. Ελλάδα. Σάββατο. Κυριακή. Δευτέρα. Και πάλι Σάββατο. Δεν το ‘πανε στις ειδήσεις για τη Ρουάντα. Ακόμη για τον Κερτ λένε. Δυτική σιωπή ή συνενοχή. Ζουν οι δικοί σου;

18 τ’ Απρίλη, 94. Ρουάντα. Η οικογένειά μου ήταν στη λίστα του θανάτου. Μου το ‘πε η θεία Χαμίντα. 8 μέλη. Είδε τη λίστα με τα μάτια της. Ήμουν κι εγώ στους οκτώ. Όχι. Δεν ζουν οι δικοί μου. Η οικογένειά μου διαγράφτηκε με οριζόντια κόκκινη γραμμή από τη λίστα. Μονοκοντυλιά. Τα νεκρά σώματά τους τα ξέβρασαν οι υπονόμοι, λίγα μέτρα από το σπίτι μας, στο Κιγκάλι. Έπρεπε να ‘μαι κι εγώ μαζί τους.

Μάιος ’94. Ρουάντα. Κρύβομαι. Δεν θα επιζήσω. Κι αν επιζήσω; Μόνος εγώ απ’ όλη την οικογένειά μου; Αλλά είναι και τόσοι λευκοί εδώ. Δεν μπορεί. Δεν θα μ’ αφήσουν έτσι. Θα μ’ υιοθετήσει κάποιο ηλικιωμένο ζευγάρι που δεν κατόρθωσε να κάμει παιδιά.

Κι ύστερα, ύστερα αντανακλάται η εικόνα του στο παράθυρο. Καθρεφτίζεται.

-Κι αν δεν είμαι αρκετά όμορφος; Έχω κι αυτή την κεφάλα! Ποιος θα με πάρει με τόσο μεγάλο κεφάλι!

Κιγκάλι, Ρουάντα. Κυριακή πρωί. Σεπτέμβριος του ’12. Περπατώ στην πρωινή ησυχία. Εγώ, η πιτσιρίκα. Πλάι-πλάι με τον πιτσιρικά. Που μεγάλωσε πια. Κι είναι γοητευτικός. Χρονώ τριάντα. Καλλιτέχνης πράμα. Του κόλλησε παράσημα η Δύση. Στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι.

Ανεβαίνουμε τη συνοικία Κιόβου. Εκεί όπου πριν από τη γενοκτονία έμενε η μπουρζουαζί. Εκεί όπου σήμερα μένει ο ίδιος. Περπατούμε πλάι-πλάι αμίλητοι μετά τις συστάσεις. Όχι από αμηχανία. Είναι που δεν βιάζομαι να φτάσω. Ούτε να τα μάθω όλα. Η Αφρική μ’ εμαθε να σέβομαι το χρόνο. Εισπνέω βαθιά. Μηχανικά σφραγίζω για δευτερόλεπτα τα μάτια. Τα ξανανοίγω. Σαν το κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Με την άκρη του ματιού του με παρατηρεί. Χαμογελάει. Μισό χαμόγελο.

Μπαίνουμε στο εστιατόριο. Νιού Κάκτους. Κάτω απλώνεται το Κιγκάλι. Πράσινο της μπανανιάς. Και κόκκινο της γης. Κι ησυχία. Με παρατηρεί. Ανάβει τσιγάρο. Παραγγέλνει κρασί. Με τη σερβιτόρα μιλάει κινιαρουάντα. Με τον σερβιτόρο που δεν είναι ντόπιος, σουαχίλι. Με μένα αγγλικά. Γράφει, όμως, στα γαλλικά.

Τον ρωτώ για τις μέρες πριν ξεσπάσει η μαζική βία.

«Περίεργοι καιροί». Λέει. «Ήμουν έντεκα μισό, αλλά αισθανόμουν την ένταση. Περιμέναμε κάτι να συμβεί, αλλά δεν ξέραμε τι. H Ρουάντα διερχόταν οικονομική και πολιτική κρίση. Οι διακρίσεις προς τους Τούτσι γίνονταν ολοένα και πιο έντονες. Στο σχολείο δεχόμασταν ως Τούτσι πολλά πειράγματα. Κυρίως από τους συμμαθητές μας, αλλά βαθμιαία διακρίσεις άρχισαν να γίνονται κι από τους καθηγητές. Κάποια στιγμή άρχισαν να συντάσσονται και λίστες των Τούτσι που φοιτούσαν στα σχολεία. Αυτό που θυμάμαι επίσης είναι ότι από το ’92 έως το ’94, γίνονταν βίαιες διαδηλώσεις κάθε Τετάρτη κι όλα παρέλυαν. Δεν μπορούσαμε να πάμε στα σχολεία. Από την επαρχία έφταναν σκόρπιες ειδήσεις για τη δολοφονία ορισμένων Τούτσι. Είχε αναπτυχθεί και μια πολύ επικίνδυνη ρητορική. Οι Χούτου ήταν «πατριώτες». Οι Τούτσι και οι πιο μετριοπαθείς Χούτου ήταν «προδότες». Για να μειώσουν τους Τούτσι, τους ονόμασαν “ινιένζι” (κατσαρίδες). Από αυτές έπρεπε να καθαρίσει ο τόπος. Οι οικογένειές μας μας προειδοποιούσαν διαρκώς να είμαστε προσεκτικοί. Διακριτικοί. Να μην προκαλούμε. Ήταν μια κοινωνία σε αναβρασμό και διαισθανόμασταν ότι κάτι θα συμβεί. Κανένας δεν φανταζόταν, όμως, αυτό που ακολούθησε».

Με ρωτάει για την Ελλάδα της κρίσης και το ενδιαφέρον του είναι ζωηρό. Του μεταφέρω τις σκέψεις μου για τον τόπο μου. Με παύσεις. Πολλές παύσεις. Τι ‘ναι αυτό που μας συμβαίνει! Και πού θα οδηγήσει; Ακούει προσεκτικά.

Διώχνει με το χέρι του δυο μύγες που πετούν πάνω από το τραπέζι. «Συγνώμη για τις μύγες», μου λέει. «Συγνώμη για τις μύγες; Έχουμε και στην Ελλάδα μύγες, ξέρεις». Τον νιώθω, όμως. Σαν να κουβαλάει την ευθύνη όλης της χώρας του.

Τον ρωτώ πώς το έκανε. Πώς τα κατάφερε μέσα σε κείνη τη μιζέρια να κρατήσει τα λογικά του και να δημιουργήσει.

«Θα σου πω μια ιστορία», μου λέει. «Αύγουστος του ’94. Η γενοκτονία είχε τελειώσει. Ιούλιο μήνα. Το Κιγκάλι, όμως, είναι μια πόλη φάντασμα».

«Δηλαδή;»

«Πτώματα και μυρωδιά ανθρώπινης σάρκας σε αποσύνθεση παντού. Αλήθεια, έχεις δει ποτέ ανθρώπινο πτώμα; Καταστήματα και σπίτια είχαν λεηλατηθεί. Η μητέρα μου, η οποία εντέλει επέζησε, όπως και τα αδέρφια μου, ήταν πολύ σαφής για το πλιάτσικο: κανένας από την οικογένειά μου δεν μπορούσε να πάρει τίποτα από εγκατατελειμένα σπίτια. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ δυνατή γυναίκα. Θα πρέπει να ξέρεις ότι οι γυναίκες υπήρξαν η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας. Μετά τη γενοκτονία, οι γυναίκες έμειναν μόνες τους με τα παιδιά τους. Τελοσπάντων, ως τον Αύγουστο, τα περισσότερα σπίτια της καλής κοινωνίας του Κιόβου είχαν καταστραφεί».

«Και, δηλαδή, τι έπαιρνε ο κόσμος;»

«Μόνο ό,τι θεωρούσαν «χρήσιμο». Ηλεκτρικές συσκευές κι έπιπλα. Τα υπόλοιπα τα πετούσαν ή τα άφηναν. Έτσι, λοιπόν, μια μέρα ο αδερφός μου, κατεβαίνοντας από το Κιόβου προς την πόλη, βρήκε πεταμένες στη μέση του χωματόδρομου χάρτινες κούτες, εκτεθειμένες στη βροχή. Τις ανοίγει και τι να δει; Θησαυρό! Βιβλία! VoltaireFlaubertDiderot (χαμογελώ με την άπταιστη γαλλική του προφορά), Προυστ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Χέμινγουει. Δεκάδες βιβλία. Δεν φαντάζεσαι. Τα έφερε στο σπίτι όπου στήθηκε αμέσως μια πολύ καλή βιβλιοθήκη. Τα σχολεία ήταν κλειστά. Και το να κυκλοφορώ στους δρόμους δεν ήταν καλή ιδέα. Υπήρχαν νάρκες παντού. Κι ύστερα, ύστερα ήταν μια εικόνα Αποκάλυψης. Πτώματα παντού. Σκυλιά που είχαν συνηθίσει να τρώνε την ανθρώπινη σάρκα. Κυνηγούσαν ακόμη και τους ζωντανούς».

«Διάβαζα, λοιπόν. Δεν καταλάβαινα τα πάντα, αλλά διάβαζα μανιωδώς. Στα 14 μου είχα ήδη διαβάσει τους μεγαλύτερους συγγραφείς και φιλοσόφους. Κι ονειρευόμουν τότε να γίνω συγγραφέας. Ωραίο πράμα να ονειρεύεσαι. Τ’ όνειρο πρέπει να μείνει ζωντανό. Να το θυμάσαι αυτό».

Θα συζητήσουμε, λοιπόν, για τ’ «όνειρο». Τη φτώχεια, το φόβο, το θάνατο, τη βία.

Του λέω: «Πώς; Πώς μια κοινωνία μπορεί να φτάσει σε αυτό το σημείο; Πώς μπορεί να υπήρξε τόση βία; Στη Δύση, βέβαια, υπάρχει η εύκολη εξήγηση. Είστε απολίτιστοι. Εγώ, όμως, πάτησα στον τόπο αυτό. Έφαγα από το φαϊ σας. Και δεν χωράει στο νου μου. Πώς;»

«Δεν είναι δύσκολο να παρασύρεις τους ανθρώπους. Να τους πείσεις ότι αυτό που κάνουν είναι καλό. Σωστό. Πατριωτικό. Ειδικά σε κοινωνίες με προβλήματα, όπου υπάρχει φτώχεια και ανέχεια. Να τους πείσεις ότι υπάρχει κάποιος «εισβολέας» που ευθύνεται για τα προβλήματά σου. Δες τι έκαναν οι Ναζί».

«Συχνά αναφέρεσαι στους θύτες στο έργο σου. Γιατί;».

«Πάντα με ενδιέφεραν οι θύτες. Είχα περιέργεια. Ήθελα να κατανοήσω. Την ψυχοσύνθεσή τους. Το υπόβαθρό τους. Τι τους οδηγεί στη βία. Θύματα είναι κι αυτοί. Της άγνοιάς τους και της έλλειψης παιδείας. Φόβο έχουν στην ψυχή τους».

Παρατηρώ την κίνηση των χεριών του. Τη σταθερότητα των απόψεών του. Τους χαμηλούς τόνους.

«Ξέρεις, όμως, κάτι; Αν μόνο μπορούσαν να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι την επόμενη μέρα δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι! Είναι όλοι ηττημένοι κι όλοι στην ίδια μοίρα. Θύματα και θύτες προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους. Κι αυτό αποκαλώ «κύκλο της κατσαρίδας».

Φεύγουμε. Κατηφορίζουμε το λόφο. Στον δρόμο μας χαιρετάνε περαστικοί. Χαιρετάμε κι εμείς. Του λέω πόσο μου αρέσει αυτό και πόσο το στερήθηκα στη Δύση! Το χαμόγελο, τον αυθόρμητο χαιρετισμό, τα παιδιά που παίζουν στους δρόμους και τα πειράγματά τους. Χαμογελάει. Μου λέει πόσο του αρέσει το καλό φαγητό και τα κρασιά της Ευρώπης.

Είμαστε σχεδόν συνομήλικοι κι, όμως, εκείνος είναι «βαρύς». Κουβαλάει το βάρος της ιστορίας του.

«Κι ο κύκλος της κατσαρίδας επαναλαμβάνεται;», ρωτώ.

«Ναι. Όσο υπάρχει το τραύμα».

«Και πώς σπάει ο κύκλος;»

«Μόνο με την Παιδεία και μόνο αν συζητηθούν θέματα ταμπού: η ταυτότητα, η θρησκεία, εθνικά θέματα, ποιοι πραγματικά ευθύνονται για τα προβλήματα των ανθρώπων, ποιες είναι οι δικές μας ευθύνες. Να ειπωθούν αλήθειες. Αλλά οι ανοιχτές συζητήσεις τέτοιων θεμάτων μπορούν να γίνουν μόνο όταν οι λαοί είναι καλλιεργημένοι. Η Παιδεία είναι το κλειδί. Υπάρχει, βεβαίως, κι άλλος τρόπος να «σπάσεις» τον κύκλο. Μπορείς να κουκουλώσεις τα θέματα διαφθείροντας το λαό με υψηλά επίπεδα ευημερίας. Έχει λειτουργήσει σε πολλές κοινωνίες. Δες την Ευρώπη. Σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, όμως, τα προβλήματα και τα τραύματα θα επανέρθουν».

Στη γωνία του δρόμου θα σταματήσουμε. Κι εδώ θα χωρίσουν οι δρόμοι μας.

-Θα τα πούμε στην Ευρώπη. Με καλό κρασί. Ίσως και στην Ελλάδα. Με τις ωραίες ελιές. Μα πόσο μου αρέσουν οι ελιές σας!


*Το κείμενο βασίζεται στην ιδιότυπη συνέντευξη με έναν επιζώντα της γενοκτονίας, του οποίου η πλήρης ταυτότητα δεν αποκαλύπτεται. Το κείμενο έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία μυθιστορίας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *