List

Κυριακές στη Ρουάντα είναι οι ήχοι. Κείνη η διαπεραστική στριγγιά κραυγή που βγάζει τ’ αυθάδικο πουλούδι όξω απ’ το παράθυρό μου. 06.23. Ξυπνητήρι. Μην κάμω και κοιμηθώ δράμι παραπάνω Κυριακή πρωί. Στάσου ν’ αλέσω δυο κόκκους καφέ, μάστορα. Είν’ ύστερα κι ο ήχος της βαθιάς σιωπής που χύνεται στην αυλή μας. Μόλις ο ήλιος στεριωθεί 23 μοίρες πάνω απ’ τον ορίζοντα. Φυσικό ηρεμιστικό. Κυριακές είναι το αφρικανικό γκόσπελ των Ρουαντέζων που γεμίζουν τις εκκλησιές με τις βαθιές φωνές και τον πληθωρικό χορό τους. Οι φωνές των πωλητών στις υπαίθριες αγορές τροφίμων που σε καλούν να αγοράσεις ώριμο αβοκάντο και μυρωδική μπανάνα. Είναι η βαβούρα και τα “όσομ!” στα αμερικάνικα μπάρμπεκιου τα μεσημέρια της Κυριακής. Τα “γκλινγκ” και τα “τσιν-τσιν” με το τσούγκρισμα των ποτηριών στα εκλεπτυσμένα πάρτυ των πιο εύπορων “mzungus”1 που μαζεύονται σε πολυτελή σπίτια με πισίνες και συζητούν με περισπούδαστο ύφος για τη Ρουάντα και την Αφρική. Κρατώντας σαμπανοπότηρο στο ένα χέρι και γαρίδα φλαμπέ στο άλλο.

Είναι οι ήχοι της Κυριακής στο βουνό. Αυτοί που ‘ρθα να συλλέξω σήμερα.

Ξέρω, ξέρω. Θα μου πεις· θα μπορούσα να σου διηγηθώ τόσες και τόσες άλλες ιστορίες από τη Ρουάντα. Να σου πω για τη μεγάλη σφαγή το ‘94. Για την επόμενη μέρα. Για το “θαύμα”. Για τον Καγκάμε. Τον αμφιλεγόμενο αλλά πανίσχυρο ηγέτη. Θα μπορούσα να σου μιλήσω για τις αντιφάσεις. Για την “Ελβετία της Αφρικής”. Για τα καλοκρυμμένα προβλήματα. Για τη μεγάλη εξωτερική βοήθεια. Για την ελευθερία της έκφρασης. Τη δημοκρατία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την ανάμειξη της Ρουάντας στον πόλεμο με το ανατολικό Κονγκό. Για το κίνημα Μ23 και τα συμφέροντα στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Για το μέλλον τούτου του τόπου. Η Ρουάντα, άλλωστε, είναι παζλ για δυνατούς λύτες.

Όχι απόψε, όμως.

Τα καταφέραμε οι Δυτικοί και την ταυτίσαμε την Αφρική με τα προβλήματα. Τον πόλεμο. Τις ασθένειες. Τις μύγες. Τα παιδάκια με τις φουσκωμένες κοιλίτσες. Δημοσιογράφων συνενοχή. Δεν υπάρχει ποτέ χρόνος, κύριε, για την “άλλη” ιστορία.

Τούτη είναι κι η κουβέντα μας με τον αμερικανό φίλο, τον Νταν, όσο ανεβαίνουμε το Μάουντ Κιγκάλι. Η δυτική μυωπική ματιά. Εσύ πόσους βαθμούς μυωπίας έχεις;

Περπατάμε στο βουνό. Μεσημεριάζει. Κάνεις ένα βήμα, τόσο δα, από την πρωτεύουσα κι είσαι στη βαθιά Ρουάντα. Στο πράσινο ηλεκτρίκ της μπανανιάς. Στο ζεστό ερυθρό της γης. Καλά το λεν οι Πορτογάλοι. Πονούν τα μάτια με τόση ομορφιά. Προσπαθώ να αποτυπώσω χρώματα και εικόνες –να σου στείλω και σένα- αλλά μάταια. Ό,τι κι αν κάμω, πάντα φτωχός μοιάζει ο φακός μου. Φτωχή κι η πένα μου. Ντρέπομαι.

Πεζοπορούμε. Σε χωμάτινο μονοπάτι. Τσουκάλια στήνονται δω και κει στις αυλές των σπιτιών για μαγείρεμα. Γυναικομάνι. Μια πατάτα, λίγο ρύζι, φασόλι, χόρτα. Φέρνει καθεμιά ό,τι μπορεί. Κι οι δραστηριότητές τους διακόπτονται μόνο όταν περνάμε. Πλησιάζουν να μας δουν. Το δέρμα. Τα μαλλιά μας. Ή φωνάζουν από μακριά: “Mzunguuuuu”! Με όλη τους τη δύναμη! Για ώρα πολλή. Μέχρι να χαθούμε από τα μάτια τους. Θα ηχεί για καιρό στ’αυτιά μου αυτό το κάλεσμα. Γεια σου και σένα γυναίκα της Αφρικής!

Πιτσιρίκια τρέχουν αριστερά δεξιά. Ξυποληταρία κι Άγιος ο Θεός. Παιχνίδι. Φωνές. Χαμός. Τα παιχνίδια εδώ δεν είναι, βεβαίως, φανταχτερά σαν αυτά της Δύσης. Αυτοσχέδια παιχνίδια. Μια παλιά ρόδα αυτοκινήτου και δυο καλάμια αριστερά και δεξιά. Κατρακύλι. Το τσουλάνε και τρεχάλα. Μια μπάλα ξεμαλλιάρα που της έχουν βγει τα τζίρτζιλα. Τι σημασία έχει!

Σε έναν λοφίσκο λίγο πιο κάτω είναι μαζεμένοι οι άντρες. Θα ‘ναι καμιά τριανταριά. Έχουν κι ένα παλιό ραδιόφωνο πάνω σ’ ένα καφάσι. Στη μέση αυτό και γύρω-γύρω στέκουνται όρθιοι όλοι. Εισιτήριο διαρκείας. Αρχίζει το ματς. Πόσο φαίνεται να το διασκεδάζουν! Φωνές, αγωνία, φασαρία. Κι άλλος κυριακάτικος ήχος στο καλάθι!

Κι ύστερα, είναι και μερικοί πιο περίεργοι που ρωτούν: “Πού πάτε”. Λέμε. “Περπατάμε”, και δείχνουμε μπροστά μας το δρόμο. Το σκέφτονται. Ένα. Δύο. Κι ύστερα: “Θα ‘ρθω κι εγώ”. Έτσι απλά. Χωρίς πρόσκληση. Και συνεχίζεις να περπατάς. Ώσπου γυρίζεις το κεφάλι και βλέπεις τσούρμο ολάκερο πίσω σου. Να περπατά κι αυτό μαζί σου. Χωρίς προορισμό.

Κι έχω ακριβώς πίσω μου τη Ντελφίν. Πόσο να ‘σαι, Ντελφίν; Τεσσάρω; Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών να μου πιάσει τα μαλλιά. Της αρέσουν που ‘ναι ίσια. Σκύβω να μην τεντώνεται. Με ξεπληρώνει με πλατύ χαμόγελο. Και μου ‘ρχεται στο νου γνώριμη μελωδία. “Όλου του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου, Ντελφίν. Τι χρώματα, τι μουσικές μες στο χαμόγελό σου”. Της τραγουδώ. Γελάει τρανταχτά. “Τι παράξενη γλώσσα μιλάς, ξένη”, θα σκέφτεσαι.

Δεν λέω. Κι η φτώχεια είναι μεγάλη. Κι οι συνθήκες της ζωής πολύ δύσκολες. Λέγω κάποια στιγμή στον Νταν. Πιάσε ένα μπιτόνι να ‘λαφρώσουμε τα πιτσιρίκια που κουβαλούν νερό. Τεσσάρω-πέντε ετών γαϊδουροφορτωμένα. Περπατούν κάθε απόγεμα μέχρι την πηγή και πίσω. Ντελφίν, δώσε μου το δικό σου. Το σηκώνω. Κουρσούμι. “Κρακ”! Της ψυχής μου τούτη τη φορά. Πώς σήκωνε δύο τέτοια μπιτόνια αυτό το κορμάκι;

Ο φτωχός εδώ, όμως, δεν είναι ο ίδιος με τον εξαθλιωμένο των μεγαλουπόλεων της Δύσης. Αυτό σου το βεβαιώνω. Ο φτωχός σε τούτη τη γη μπορεί να ξυπνά σε γυμνό πάτωμα σε κάποιο χαμόσπιτο φτιαγμένο από λάσπη. Να φορά ρούχο έκτο χέρι. Να ζυγάει με τη μπουκιά τοφαΐ του. Αλλά ανασαίνει τον αγέρα. Γεύεται τις τροπικές βροχές. Ρουφά το χρώμα. Πίνει γουλιά-γουλιά τις πλούσιες λιακάδες. Μεθά με το “εμείς” της Αφρικής.

Σκέφτομαι. Ό,τι κι αν είδα σ’αυτόν τον τόπο, τίποτα δεν με έχει συγκλονίσει περισσότερο από την εικόνα κείνου του άστεγου “Άλλου” που αργοπεθαίνει, στο κέντρο της Αθήνας. Ζητιάνος της ζωής. Κάτω από το φανάρι. Κόκκινο σταματάς, πράσινο περνάς. Βασιλέως Γεωργίου και Σταδίου γωνία. Κουλουριασμένος. Με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Από αδυναμία ή ντροπή. Δεν έμαθα ποτέ. Εκτεθειμένος στα ναρκωτικά και στη βία. Πνιγμένος στο τσιμέντο. Αόρατος ανάμεσα στους κυνηγούς της ύλης. Να αναμένει, τι άλλο από ένα θαύμα ή τον αργό θάνατο; Όχι, δεν θα άφηνες τη γη σου, ξένε, αν δεν ήσουν πραγματικά απελπισμένος. Κυνηγημένος ή διωγμένος.

Βραδιάζει η Κυριακή. Νωρίς. Έξι. Κι ακόμη περπατάμε. Σε παρασέρνει το βουνό, βλέπεις. Ώσπου. Πρώτα μια ψιχάλα κι ύστερα βροχή με το τουλούμι. Να χτυπάει με ορμή τις τενεκεδένιες στέγες. Ξεσηκώστρα. Ανάφτρα. Κάνει σαματά. Ποτίζει τη γη. Υγρό σερνικό που μπαίνει μ’ ορμή σε ζεστό κόλπο. Μοσχοβολιά.

Κι ύστερα, ακούγεται η φωνή του ιμάμη. Βλογεί το σμίξιμο. Άλλο πάλι και τούτο. Πώς τα ταίριαξαν τόσο αρμονικά χριστιανοί και μουσουλμάνοι σε τούτο τον τόπο; Τούτη, όμως, είναι άλλη ιστορία.

Απόψε ήθελα μόνο να σου πω για τις Κυριακές στη Ρουάντα.

Που λες. Κυριακές στη Ρουάντα είναι οι ήχοι.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *